ἀνείρηται

ἀνείρηται
ἀνέρομαι
pres subj mp 3rd sg (epic ionic)
ἀνείρω
fasten on
aor subj mid 3rd sg
ἀνείρω
fasten on
pres subj mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιδράσσομαι — και περιδράττομαι, ΜΑ 1. πιάνω με τα δυο μου χέρια, περιαδράχνω («ἴχνη ποδῶν καὶ χειρῶν ὡς ἀντελαμβάνετο και περιεδράττετο», Πλούτ.) 2. μτφ. είμαι προσκολλημένος, αφοσιωμένος σε κάποιον («Χριστοῑο περιδράττεσθαι», Γρηγ. Ναζ.) 3. συλλαμβάνω με τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”